- ὠκυδήκτωρ
- ὠκυ-δήκτωρ, ορος, ὁ,A sharp-biting,
ῥίνη AP6.92
(Phil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥίνη AP6.92
(Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωκυδήκτωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που δαγκώνει με οξύτητα ή με δύναμη («ῥίνην... ὠκυδήκτορα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «οξύς» + δήκτωρ (< δάκνω «δαγκώνω»)] … Dictionary of Greek
ὠκυδήκτορα — ὠκυδήκτωρ sharp biting masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)